- καλλιλογώ
- (AM καλλιλογῶ, -έω)εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγουνεοελλ.κολακεύωαρχ.μέσ. καλλιλογοῡμαι, -έομαιχρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. αιθερο-λογώ, αισχρο-λογώ].
Dictionary of Greek. 2013.